Design a site like this with WordPress.com
Get started

(Η ελληνική μετάφραση του κριτικού σημειώματος του Élie Castiel)

Εν οίκω εκπατρισμός
…Αισθανόμενος ξένος στην ίδια του τη χώρα, ο Άρης, αν και Έλληνας, αγωνίζεται για την επιβίωσή του σαν άτομο και σαν πολίτης.
Τις καλύτερες σκέψεις είχαμε διατυπώσει για την ταινία Lines, παραγωγής 2017. Επρόκειτο για ένα καυστικό δοκίμιο που περιγράφει μια εγκαταλελειμμένη πατρίδα, ευνοϊκή μόνο για κάποιος εύπορους, πρότυπα δικτατόρων, που αδιαφορούν παντελώς για τον κόσμο. Παρόμοια ιδεολογική δέσμευση συναντάμε και στην ταινία Exile, παραγωγής 2019, όμως (και αντίθετα απ’ ότι στο Lines) με σαφώς χαμηλότερο τόνο, ο οποίος βέβαια κρύβει την τραγωδία του θέματος (όπως αναπόφευκτα τη συναντάμε στην ψυχή των Ελλήνων καλλιτεχνών). Εδώ ο Βασίλης Μαζωμένος, παίζοντας κρυφτό με το θεατή του, τον οδηγεί σε αλλόκοτους κόσμους που συχνά φλερτάρουν με το γκροτέσκο, ή άλλοτε με το δραματικό, το σοβαρό, το ακατανόητο στο οποίο προστίθενται περίτεχνες δόσεις ευπρόσδεκτου χιούμορ. Ο ομοερωτισμός είναι πολύ παρών: μια από τις σκηνές παρουσιάζει τον σύγχρονο αντιήρωα (ένα χαρακτήρα συγγενή στον αρχαίο Σπαρτιάτης στρατιώτη, ή τον Ροβινσώνα Κρούσο του Ιουλίου Βερν, ο οποίος μας γυρίζει την πλάτη, γυμνός. Πρόκειται για ένα είδος μνείας στα ελληνιστικά αγάλματα, που ο ηθοποιός Στέφανος Κακαβούλης (Stephen Kakavoulis) ερμηνεύει με τη μέγιστη επιμέλεια. Είναι εξάλλου προς αυτό το πνεύμα επιστροφής σε μια ελεγειακή εποχή, που ο σκηνοθέτης μοιάζει να κατευθύνεται σε αυτό το φιλμ, μιλώντας για την φυσική και εσωτερική εξορία. Και η σκηνοθεσία το τονίζει αυτό.
Λουσμένο από το φως της ημέρας (σε αντίθεση με το σκοτεινό, νυκτερινό Lines) κυριαρχείται από έναν δυνατό ήλιο που διεισδύει στα πιο μύχια σημεία με τρόπο που το φως να μην αφήνει τίποτα κρυφό, τίποτα στην τύχη.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Μαζωμένος διεκδικεί, ότι αξιώνει από την Ιστορία του, την αναδιαχείρηση της αρχαιότητας σε έναν αγώνα ενάντια στην μάλλον χαοτική πολιτική της σύγχρονης εποχής και ίσως -τονίζω- σε σχέση με μια χριστιανική ορθοδοξία που άλλαξε κάθε τι στο όνομα ενός αυταρχικού μονοθεϊσμού. Αν το Lines διαχωρίζονταν σε επτά πίνακες ίσης περίπου χρονικής διάρκειας, το Exile ακολουθεί τη διαδρομή ενός ανθρώπου μέσα από τις διαφορετικές φάσεις της περιπέτειας του σε ανεύρεση της ταυτότητας του.
Τα μεγαλύτερα κομμάτια της ταινίας είναι αγγλικά, με διαλόγους στα αραβικά (φαρσί;) και με μερικές φράσεις στα ελληνικά. Οι …νεοαφιχθέντες φέρνουν μαζί τους, πολιτιστικές εκδηλώσεις και έθιμα (χωρίς να ξεχνάμε και τις θρησκείες). Προσαρμόστηκαν άραγε σε αυτή την Ελλάδα, την ανίκανη να τους απορροφήσει, δεδομένης της κρίσης;
Αυτή η διαπίστωση δεν είναι πολύ ξεκάθαρη στο Exile, όπου ο σκηνοθέτης προτιμά να μιλά αόριστα πάνω στο ερώτημα. Σημαίνει ίσως ότι προτιμά να είναι πιο καθησυχαστικός, πιο συνετός; Ή ότι απλά δεν προχωρά σε διαπιστώσεις;
Για μια ακόμη φορά, όπως είχαμε διατυπώσει και στην κριτική του Lines, ο Βασίλης Μαζωμένος, μάχεται εκ των έσω, και με εφαλτήριο τις ταινίες του, δίνεται με όλο του το είναι σε έναν κινηματογραφικό αγώνα που δεν είναι mainstream, και όπου η μεταφορά συνεπαίρνει, αλλά ακόμα και αποπροσανατολίζει το θεατή. Εξ’ ου και μια θεμιτή και εντυπωσιακή καθοδήγηση των ηθοποιών ώστε να παραμένουν στο έλεος του εαυτού τους. O αυτοσχεδιασμός είναι συχνός, σαν να επρόκειτο για θεατρικό χάπενινγκ, μιας παραληρηματικής ομάδας.
Παραλήρημα της σκηνής (εδώ των χώρων), των δυνατοτήτων που δίνει στους ηθοποιούς, της παραβίασης των κινήσεων, της αχαλίνωτης σεξουαλικότητας (αν και μπορούμε να πούμε εδώ, ότι άλλες εθνικές κινηματογραφίες τόλμησαν περισσότερα σε αυτό) και πάνω απ’ όλα, η σμιλευμένη ελευθερία. Θαυμάσια συνεργασία από μια πολύ εμπνευσμένη ομάδα : η φωτογραφία του Φώτη Μήτση (Fotis Mitsis Gsc) καταλαμβάνει επιδέξια τις περιφέρειες των χώρων, παρόλο που το στατικό πλάνο κυριαρχεί και η κάμερα ταξιδεύει ελάχιστα ή και καθόλου. Το montage του Κώστα Ταταρόγλου  επιτρέπει σε αυτήν την πανσπερμία να εκφράσει την απόλυτη ανεξαρτησία της.
Όσο για την καλλιτεχνική διεύθυνση της Δήμητρας Παναγιωτόπουλου (Dimitra Panagiotopoulou), αναδεικνύει ανάμεσα σε παστέλ αποχρώσεις, το θέαμα και μια ξεκάθαρη προτίμηση στο παράλογο του Ionesco. Τα μουσικά κομμάτια του Μιχάλη Νιβολιανίτη (Michalis Nivolianitis) και του Αλέξανδρου Χρηστάρα(Alex Christo) (όπως στο Lines), προικίζουν το σύνολο με μια ατμόσφαιρα εξωτικά μακρινή, που αγγίζει ίσως την απομόνωση.

undefined

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: