The 10th anniversary of the SEE a Paris 2020 (South Eastern European Film Festival) will be held online, from 2nd to 7th of June and Exile is an official selection.

The 10th anniversary of the SEE a Paris 2020 (South Eastern European Film Festival) will be held online, from 2nd to 7th of June and Exile is an official selection.
Best Feature Fiction Film – 2nd Award
Exile. Dir. by Vassilis Mazomenos. Greece. 2019. 110′
Exile for 12 days in festivalscope 14/4/2020 – 26/4/2020
Μια εξαιρετική πρωτοβουλία του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Όποιος θέλει να δει πρώτος την Εξορία, πριν αυτή βγει στις αίθουσες, από αύριο Τρίτη 14/4/2020 έως Κυριακή 26/4/2020, μπορεί μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας festivalscope, κάνοντας μια απλή, δωρεάν εγγραφή (https://www.festivalscope.com/). Κάθε ταινία θα είναι διαθέσιμη για 300 θεάσεις. Μετά θα περιμένετε από φθινόπωρο…
Feeling foreign in his own country, Aris, a Greek, struggles for his survival as an individual and a citizen. We thought the greatest good of Lines (Grammes), 2017, a vitriolic essay on the tragedy of a country left abandoned and favoring only the few prototypes of dictators who have nothing to wax from the people.
The same commitment lies in Exile (Exoría), 2019, but unlike Lines, with a clear tone that hides the tragedy (impossible to avoid in the psyche of Greek artists) of the talk. Here, Vassilis Mazomemos plays hide-and-seek with the viewer, leading him into universes that often border the grand-guignolesque, the serious, the dramatic, the incomprehensible, sometimes giving him doses of humor camp that some will enjoy. Homoerotism is very present. One of the scenes shows the anti-hero (a kind of “Spartan Warrior” or Robinson Crusoe Jules-Vernian – we will see that Verne admired Daniel Defoe), naked, back pounding us. A sort of tribute to the Greek statues of the Hellenic period, which the actor Stefanos Kakavoulis displays in detail with great care. It is in this spirit of return to an elegiac era that the filmmaker seems to be heading into this film about physical and inner exile. There is also a completely assumed bias in the staging. Lit, day (opposite Lines, gray, night, dark), under the sun of lead or internal places where light does not hide any element, leaving nothing to chance. Could we talk about a claim from Mazomenos? A claim to its own history, the re-appropriation of the Old Civilization, a fight against a rather disorderly political contemporaneity – and perhaps, I say quite well, against a Christian orthodoxy that changed everything in the name of an autocratic monotheism. If Lines were divided into seven parts of approximately equal duration, Exile follows a man’s path through the various stages of his identity hike. Most of the film is in English, with dialogues in Arabic (Farsi?) and some sentences in Greek. The newcomers brought their cultures and customs (not to mention their religions). Have they adapted to a Greece unable to take on refugees – an economic crisis is forcing? This is not very clear in Exile, the filmmaker preferring to rely on vague ideas on the issue. Is it reassuring, prudent, or simply daring to go into diatribes? Once again, as we expressed in our criticism of Lines, Vassilis Mazomenos wrestles from the inside, leads a fight in full lung through a non-mainstream cinema, where the metaphor prevails over the ready-to-wear, even if the viewer fails to indignate him. Hence, an intentional and blatant direction of actors, left to themselves. Improvisation is common, as if it were a theatrical Happening led by a team in delirium. To give the stage (here, places), the possibilities it gives to the actors, transgression in movements, unbridled sexuality (even though, on this point, other national cinématographies go a little further) and, more than anything, an experienced freedom. Beautiful collaboration between an inspired artistic team: the image of Fotis Mitsis adequately occupies the circumference of spaces, even if the fixed plane dominates and the camera’s device travels little or not; the installation of Kostas Tataroglou allows this tote to express its total independence; as for the artistic direction of Dimitra Panagiotopoulou, she transitions between pastel tones the fair show and a clear predilection for the absurd of Ionesco. The musical tones of Mihalis Nivolianitis and Alexandros Christaras (same in Lines) give the whole an atmosphere of change of scenery, remoteness, even isolation.
Εν οίκω εκπατρισμός
…Αισθανόμενος ξένος στην ίδια του τη χώρα, ο Άρης, αν και Έλληνας, αγωνίζεται για την επιβίωσή του σαν άτομο και σαν πολίτης.
Τις καλύτερες σκέψεις είχαμε διατυπώσει για την ταινία Lines, παραγωγής 2017. Επρόκειτο για ένα καυστικό δοκίμιο που περιγράφει μια εγκαταλελειμμένη πατρίδα, ευνοϊκή μόνο για κάποιος εύπορους, πρότυπα δικτατόρων, που αδιαφορούν παντελώς για τον κόσμο. Παρόμοια ιδεολογική δέσμευση συναντάμε και στην ταινία Exile, παραγωγής 2019, όμως (και αντίθετα απ’ ότι στο Lines) με σαφώς χαμηλότερο τόνο, ο οποίος βέβαια κρύβει την τραγωδία του θέματος (όπως αναπόφευκτα τη συναντάμε στην ψυχή των Ελλήνων καλλιτεχνών). Εδώ ο Βασίλης Μαζωμένος, παίζοντας κρυφτό με το θεατή του, τον οδηγεί σε αλλόκοτους κόσμους που συχνά φλερτάρουν με το γκροτέσκο, ή άλλοτε με το δραματικό, το σοβαρό, το ακατανόητο στο οποίο προστίθενται περίτεχνες δόσεις ευπρόσδεκτου χιούμορ. Ο ομοερωτισμός είναι πολύ παρών: μια από τις σκηνές παρουσιάζει τον σύγχρονο αντιήρωα (ένα χαρακτήρα συγγενή στον αρχαίο Σπαρτιάτης στρατιώτη, ή τον Ροβινσώνα Κρούσο του Ιουλίου Βερν, ο οποίος μας γυρίζει την πλάτη, γυμνός. Πρόκειται για ένα είδος μνείας στα ελληνιστικά αγάλματα, που ο ηθοποιός Στέφανος Κακαβούλης (Stephen Kakavoulis) ερμηνεύει με τη μέγιστη επιμέλεια. Είναι εξάλλου προς αυτό το πνεύμα επιστροφής σε μια ελεγειακή εποχή, που ο σκηνοθέτης μοιάζει να κατευθύνεται σε αυτό το φιλμ, μιλώντας για την φυσική και εσωτερική εξορία. Και η σκηνοθεσία το τονίζει αυτό.
Λουσμένο από το φως της ημέρας (σε αντίθεση με το σκοτεινό, νυκτερινό Lines) κυριαρχείται από έναν δυνατό ήλιο που διεισδύει στα πιο μύχια σημεία με τρόπο που το φως να μην αφήνει τίποτα κρυφό, τίποτα στην τύχη.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Μαζωμένος διεκδικεί, ότι αξιώνει από την Ιστορία του, την αναδιαχείρηση της αρχαιότητας σε έναν αγώνα ενάντια στην μάλλον χαοτική πολιτική της σύγχρονης εποχής και ίσως -τονίζω- σε σχέση με μια χριστιανική ορθοδοξία που άλλαξε κάθε τι στο όνομα ενός αυταρχικού μονοθεϊσμού. Αν το Lines διαχωρίζονταν σε επτά πίνακες ίσης περίπου χρονικής διάρκειας, το Exile ακολουθεί τη διαδρομή ενός ανθρώπου μέσα από τις διαφορετικές φάσεις της περιπέτειας του σε ανεύρεση της ταυτότητας του.
Τα μεγαλύτερα κομμάτια της ταινίας είναι αγγλικά, με διαλόγους στα αραβικά (φαρσί;) και με μερικές φράσεις στα ελληνικά. Οι …νεοαφιχθέντες φέρνουν μαζί τους, πολιτιστικές εκδηλώσεις και έθιμα (χωρίς να ξεχνάμε και τις θρησκείες). Προσαρμόστηκαν άραγε σε αυτή την Ελλάδα, την ανίκανη να τους απορροφήσει, δεδομένης της κρίσης;
Αυτή η διαπίστωση δεν είναι πολύ ξεκάθαρη στο Exile, όπου ο σκηνοθέτης προτιμά να μιλά αόριστα πάνω στο ερώτημα. Σημαίνει ίσως ότι προτιμά να είναι πιο καθησυχαστικός, πιο συνετός; Ή ότι απλά δεν προχωρά σε διαπιστώσεις;
Για μια ακόμη φορά, όπως είχαμε διατυπώσει και στην κριτική του Lines, ο Βασίλης Μαζωμένος, μάχεται εκ των έσω, και με εφαλτήριο τις ταινίες του, δίνεται με όλο του το είναι σε έναν κινηματογραφικό αγώνα που δεν είναι mainstream, και όπου η μεταφορά συνεπαίρνει, αλλά ακόμα και αποπροσανατολίζει το θεατή. Εξ’ ου και μια θεμιτή και εντυπωσιακή καθοδήγηση των ηθοποιών ώστε να παραμένουν στο έλεος του εαυτού τους. O αυτοσχεδιασμός είναι συχνός, σαν να επρόκειτο για θεατρικό χάπενινγκ, μιας παραληρηματικής ομάδας.
Παραλήρημα της σκηνής (εδώ των χώρων), των δυνατοτήτων που δίνει στους ηθοποιούς, της παραβίασης των κινήσεων, της αχαλίνωτης σεξουαλικότητας (αν και μπορούμε να πούμε εδώ, ότι άλλες εθνικές κινηματογραφίες τόλμησαν περισσότερα σε αυτό) και πάνω απ’ όλα, η σμιλευμένη ελευθερία. Θαυμάσια συνεργασία από μια πολύ εμπνευσμένη ομάδα : η φωτογραφία του Φώτη Μήτση (Fotis Mitsis Gsc) καταλαμβάνει επιδέξια τις περιφέρειες των χώρων, παρόλο που το στατικό πλάνο κυριαρχεί και η κάμερα ταξιδεύει ελάχιστα ή και καθόλου. Το montage του Κώστα Ταταρόγλου επιτρέπει σε αυτήν την πανσπερμία να εκφράσει την απόλυτη ανεξαρτησία της.
Όσο για την καλλιτεχνική διεύθυνση της Δήμητρας Παναγιωτόπουλου (Dimitra Panagiotopoulou), αναδεικνύει ανάμεσα σε παστέλ αποχρώσεις, το θέαμα και μια ξεκάθαρη προτίμηση στο παράλογο του Ionesco. Τα μουσικά κομμάτια του Μιχάλη Νιβολιανίτη (Michalis Nivolianitis) και του Αλέξανδρου Χρηστάρα(Alex Christo) (όπως στο Lines), προικίζουν το σύνολο με μια ατμόσφαιρα εξωτικά μακρινή, που αγγίζει ίσως την απομόνωση.
The famous film critic from Canada wrote for Exile